- ἡμιτομίας
- ἡμι-τομίας, ου, ὁ, ([etym.] τομή)A half an eunuch, Sch.Theoc.3.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιτομίας — ἡμοτομίας, ὁ (Α) ο κατά το ήμισυ ευνούχος, ο μισοευνουχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τομίας «ευνούχος» (< τέμνω)] … Dictionary of Greek
ἡμιτομίαν — ἡμιτομίᾱν , ἡμιτομίας half an eunuch masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἡμιτομίας half an eunuch masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ἡμιτομίου — ἡμιτόμιον cut in two neut gen sg ἡμιτομίας half an eunuch masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)